Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΡΥΡΑΣ

ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ  ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟ  ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟ  ΓΛΩΣΣΑΡΙ
          Εχουμε  στα αρχεία μας πάνω από 4000 λέξεις. Εμεις το διατηρούμε ,στη Κέρκυρα τι κανουν;
          το ξεχνάνε!!!!!!!!!!!!!!!δυστιχώς.        Δεν θα το αφήσουμε να χαθεί.
αγγελοκρούζομαι:τρομάζω
αγιούτο:βοήθεια 
αγριολάχανα: άγρια χόρτα 
αλαμπρατσάντε: πιασμένοι απο τα μπράτσα
αμπαντονάδος:αφημένος,ξεχασμένος,εγκαταλελειμμένο
μάνκου: τουλάχιστον, αν όχι άλλο
αναπαψώλια: μηχανισμός/συσκευή για να σηκώνει τα πόδια της γυναίκας για το σεξ (αλλιώς Αναπαούλια Αναπαψέλια)
αμπώνω: σπρώχνω
αμπονόρα:  νωρίς και αλλιώς και αμπονώρα
αναρίτσια: ανατριχίλα, αναριτσιαίνω
αμπωσιά: σπρωξιά μπονόρα
απίκουπα:ανάποδα
απολιώρα: τώρα προ λίγου
αποσίμπελο: αδύνατο, κυρίως με τιν έννοια θα κάνω τα αδύνατα δυνατά
αριβάρω: φτάνω (μερικές φορές και αρεβάρω)
ασκώνω: σηκώνω

Β
βαντάκα: άμορφο δέμα η περίβλημα, γυναίκα κακοσουλούπωτη
βαρώ και βαράω: χτυπάω, δέρνω
βίτσα: λεπτή ψιλή λυγερή βέργα
βόρτα: αντί βόλτα (και με την έννοια του περίπατου και της αψίδας)
βόλτο: η αψίδα
βουρδούλιο: νεροποντή, μεγάλη φασαρία (αλλιώς βουρδούγιο)
βόρδωνας: το φούσκωμα από τσίμπημα εντόμου

Γ
γρίντα: η γκρίνια
γκουαρντάρω: κοιτάζω
γκώνω: πνίγομαι από το πολύ φαΐ, μπουκώνω
γούβα: φούσκωμα, εξόγκωση στην επιφάνεια του σώματος, καμπούρα (πλέον και η λακούβα)
γούλος: στρογγυλή πέτρα (υποκοριστικό: γουλί)
γρέτζος: χοντρός, άξεστος (για ανθρώπους), όχι λείο, άτριφτο (αλλιώς και γρίζο)

Δ
δείλια: ζάλη, λιποθυμία
διάσκατζε: εξευγενισμένο για το διάβολε

Ε
ε: ευφωνική κατάληξη ή παρεμβολή (δώστε, φέρτετηνε)
έδωκα: αντί έδωσα (αντίστοιχα έφτακα, έπιακα)
ε το: νάτο

Ζ
ζάμπα: φρύνος, μεγάλος χοντρός βάτραχος (χρησιμοποιήται και για άσχημες γυναίκες)
ζεγκούνι: χοντρό όσο αφορά τα ρούχα κυρίως
ζέστα: αντί για ζέστη
ζμπρέγο: χαλάστρα, ζημιά

Η
ηλιοκαμπίδα: μέρος φωτισμένο από ακτίνα του ήλιου
επιστροφή στην κορυφή

Θ
θέρμη: πυρετός

Ι
ιναμοράδος: ερωτευμένος
ινιοράντες: ανόητος, επιδειξίας (τώρα προφέρεται νιοράντες)
ινσούλσο και ινσούλσος: άνοστο, άνοστος
ιντερέσο: όφελος, κέρδος
ιντονάδος: σωστός στον μουσικό τόνο
ιντσεραδα: αδιάβροχο, μουσαμάς

Κ
καβαλίνα: κοπριά αλόγου
καδινάτσος: χοντρή αλυσίδα
κάλμα: ησυχία, ηρεμία
καλοπέσουλος: καλόβουλος, καλοκάγαθος, εύκολος
καμπούλα: πολύ καπνός
καναλέτο: υπόνομος
κανιζέλα: το στενόμακρο σκοτεινό ακάλυπτο μεταξί δύο σειρών σπιτιών, που αφείνονταν για να πιάνουν τα όμβρια από τις στέγες και για τις αποχετεύσεις
κανοκιάλι: φορητό τηλεσκόπιο
καντούνι: τα κερκυραϊκά σοκάκια
καπριτσιόζος: περίεργος, παράξενος
καρέτο ή καρέτα: μίκρο δίτροχο ή μονότροχο για κοντινές μεταφορές
κάρλακας: βάτραχος
κασετί: συρτάρι
κάψα: ζέστη
κεντρίνα: σφήκα
κλανιόλα: σύστημα εξαερισμού του κρεβατιού (όποιος κατάλαβε, κατάλαβε)
κογιονάρω: εμπαίζω, κοροϊδεύω, ειρωνεύομαι
κοκονέλες: ποπ κορν
κολιανίτσα: ευκοιλιότητα
κολονάδα: κοιονοστοιχία
κολόρο: το χρώμα
κοντράδα: συνοικία
κορπίρω: τρομάζω, ανησυχώ υπερβολικά, νιώθω άγχος και φόβο για κάτι που πρόκειται να συμβεί
κουκουμίδα: καρούμπαλο, το πηγμένο αίμα πάνω στην πληγή (αλλιώς κουκούδι, κακάδι)
κούτσουλος: κουράδα, είδος γλυκύ (κουτσούλοι πιπεράτοι - don't ask)
κωλοκαψίδια: αιμορροΐδες
κωλιάντερο: το παχύ έντερο

Λ
λάσκο: χαλαρό
λάτα: ντενεκές
λιμπρέτο: μισόκλειστα (συνήθως για τα πατζούρια)

Μ
μαλίνια: κακοήθης (λέγεται πάντα με κάποια πάθηση)
μασούρι: κομμάτι ξύλο όπου μαζεύεται η κλωστή
μίνα: υπόγεια στοά φρουρίου
μιράκολο: θαύμα
μόμολος: ασχημομούρης
μορόζος: αγαπητικός
μοροφίντο: ψευτότοιχος
μόστακας: ακρίδα
μουζαριόλα: φίμωτρο
μπαγκουί: δηλώνει την πληρωμή με μετρητά, την εφάπαξ δόση όλου του ποσού
μπαγκούλι: σκαμπό, μικρός "μπάγκος"
μπαλαούστρο: κάγκελο, εξώστης σκάλας
μπαρλακιάζομαι: τρομάζω
μπαρλακός: ρέμπελος, ατίθασος
μπασοκώλα: μία με χαμηλό πισινό
μπερτουέλες: μεντεσέδες
μπιζολότο: υπνάκος
μποκολέτα: σκουλαρίκι
μπονόρα και αμπονόρα: νωρίς
μποτσί: μπουκαλάκι
μπουκούνι και μπουτσούνι: κομματάκι
μπροστομούνι: είδος ποδιάς (κυρίως στην περιοχή της Λευκίμης)

Ν
ναίσκε: ναι
νερομπλούτσι: άνοστο, ανούσιο παρασκεύασμα συνήθως πόσιμο
νόνος, νόνα: παππούς, γιαγιά
νόντσολος: νεωκόρος
νούνος, νούνα (νουνός, νουνά): ο ανάδοχος
ντα κάπο: εξ αρχής
ντόβουλος: τρελός, ηλίθιος

Ξ
ξεντερλικώνομαι: γδύνομαι

Ο
όβολα: χρήματα
όστρια: νότιος άνεμος με βαρύ ζεστό καιρό, τα νεύρα

Π
παλαιούθε: από παλιά
παρτσινέβελος: αφεντικό, σπιτονικοκοίρης
πασέγκιο: περίπατος
παστρόκιο: κακοτεχνία, αποτυχία κάθε είδους, ανακάτεμα
πέκα: λόξα
πετριά: λόξα (έχει φάει πετριά)
περατζάδα: βόλτα
πινιάτα: κατσαρόλα ή χύτρα
πίντα: μικρό μεταλλικό δοχείο συνήθως στην κουζίνα
πιτέρι: γλάστρα
πιτόρος: μπογιατζής
πομιντόρο: ντομάτα
πόντα: βαρύ κρυολόγημα, μύτη, άκρη αιχμή
ποντίλιο και ποντίγιο: πίσμα
πορτόνι: εξωτερική πόρτα σπιτιού
πρεμούρα: βία, βιασύνη
πριόβολο και πρίβολο: αναπτήρας
πύργος: τοίχος (κυρίως ο σοβατισμένος)

Ρ
ραμολίδος (επίσης ραμολί και ραμολιμέντο): ξεκουτιάρης
ρεγάλο: δώρο
ρεντικολέτσα: γελοία
ρετσέτα: σκονάκι
ροκέτο: μάλλινο χωριάτικη φούστα
ρούφουλας: μανιώδης, μεγάλης έντασης ριπή αέρα, χαρακτηριστικό μεγάλης κακοκαιρίας, που κατά κανόνα διαρκεί μερικά δευτερόλεπτα

Σ
σάκα: σχολική ή γενικής χρήσεως τσάντα
σάλτος: πήδημα
σέστο (και ο σεστάδος): ευπρέπεια (και ο σωστός, ευπρεπής)
σκαλινάδα: ανηφορικός δρόμος με σκαλιά
σκάνιο: καρέκλα
σκατολέτα: κουτάκι
σκιάζομαι: φοβάμαι
σμπάρο: θόρυβος, κουτός
σούδα: αυλάκι, χαντάκι
σουρούπι: σύντομος ύπνος
σπαβεντάρω: τρομάζω, τινάζομαι από φόβο
σπαβέντο: η τρομάρα, τίναγμα από τρόμο
σπάκα: βουτιά στη θάλασσα με την κοιλιά

Τ
τάλε κουάλε: ίδιο και απαράλαχτο
ταμπάρο: πανωφόρι
ταουλί: τραπεζάκι
τζιριτζάντζολες: καμώματα, τσαλίμια
τορτσόνι: μεγάλη βαριά λαμπάδα που κρατούν στις λιτανείες
τότσο: πολύ λίγο ή πολύ μικρό
τσερβέλο: κεφάλι
τσιριμόνιες: καμώματα, υπερβολικές φιλοφρονήσεις

Υ
υπνουλάς: αυτός που αγαπάει υπερβολικά τον ύπνο

Φ
φαλιμέντο: η χρεωκοπία, μεγάλη αποτυχία
φανέστρα: παράθυρο
φάουσα: καρκίνωμα στο πρόσωπο, γυναίκα με κακές προθέσεις - στρίγγλα(στον πληθυντικό τα αντρικά μόρια)
φελάω: αξίζω
φερμάρω: υπογράφω
φιλέτα: χωρίστρα
φλίκουρο και φλίκουνο: ελαφρύ όχι στέρεο, καθώς και ελαφρυ όσο αφορά τα ρούχα
φογιέτο: ειδοποιητήριο νεκρώσιμο που κολλιέται στους τοίχους
φούρια: βιασύνη
φουρκίζομαι: συγχίζομαι
φρεσκαμέντο: δροστιστικό ποτό
φρέσκο: δροσιά

Χ
Χώρα: πως αποκαλούνε κυρίως στην ύπαιθρο την πόλη της Κέρκυρας

Ψ
ψύχρα: συνάχι

Ω
ώρες των ορών: πολλή ώρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.